συνημίτονο

συνημίτονο
το
το σχετικό μέτρο της προβολής της τελικής διανυσματικής ακτίνας στον άξονα των συνημίτονων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνημίτονο — το, Ν μαθημ. το ημίτονο τού συμπληρώματος μιας γωνίας, που συμβολίζεται με συν ή cos. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ημίτονο. Η λ., στον λόγιο τ. συνημίτονον, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

  • συνημίτονο και συνημιτονοειδής — Έστω κύκλος 0 (σχ. 1) με ακτίνα μέτρου ρ και ένα ορθογώνιο καρτεσιανό σύστημα αναφοράς, xOy. Έστω θετική φορά περιστροφής στο επίπεδο xOy η αντίθετη με τη φορά, που έχει η κίνηση των δεικτών του ρολογιού και μια γωνία xOA με αλγεβρική τιμή α.… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • Λάμπερτ, Γιόχαν Χάινριχ — (Johann Heinrich Lambert, Μιλούζ, Αλσατία 1728 – Βερολίνο 1777). Γερμανός μαθηματικός, φυσικός, φιλόσοφος και ακαδημαϊκός, γαλλικής καταγωγής. Ο Λ., που υπήρξε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου από το 1764, ως μαθηματικός απέδειξε ότι το π (λόγος …   Dictionary of Greek

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος») 2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις» μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και …   Dictionary of Greek

  • φασίμετρο — Όργανο μέτρησης διαφορών φάσης μεταξύ περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών με την ίδια συχνότητα. Βλ. λ. φάση. Φασίμετρο: με το όργανο αυτό μετριέται το συνημίτονο της γωνίας, η οποία σχηματίζεται από τα ανύσματα του ηλεκτρικού ρεύματος και της φάσης. 1 …   Dictionary of Greek

  • αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη …   Dictionary of Greek

  • Γκούντερ, Έντμοντ — (Edmund Gooder, 1581 – 1626).Άγγλος μαθηματικός και αστρονόμος. Δίδαξε αστρονομία στο κολέγιο του Γκρέσαμ (1619 26) και δημοσίευσε τους πρώτους λογαριθμικούς πίνακες με επτά δεκαδικούς στο βιβλίο του Τριγωνικός Κανόνας (1620). Ανακάλυψε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”